- κόλλα
- Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από πολυμερή. Η παραγωγή της κ. είναι γνωστή από την αρχαιότητα.
Η κ. παράγεται με βρασμό ορισμένων ζωικών ιστών, οι οποίοι περιέχουν το κολλαγόνο, μια τυπική πρωτεΐνη των συνδετικών ιστών. Η πρωτεΐνη αυτή έχει την ιδιότητα να υφίσταται τροποποιήσεις με τη θερμότητα και να δίνει όταν ψυχθεί μια μαλακή ουσία, τη ζελατίνη, η οποία όταν ξεραθεί σχηματίζει την κ.
Οι κ. από δέρματα ή από οστά λαμβάνονται με βρασμό αυτών των ουσιών και φέρονται στο εμπόριο με διάφορες ονομασίες. Αυτές οι κ. είναι συνήθως στερεές και για να υγροποιηθούν πρέπει να βράσουν για πολλή ώρα και να προστεθούν ιδιαίτερες χημικές ουσίες.
Για την παρασκευή της ιχθυόκολλας (ψαρόκολλα) βράζονται ιστοί από ορισμένα όργανα ιχθύων (νηκτικά πτερύγια), αλλά η χρήση της είναι μάλλον περιορισμένη.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν και άλλοι τύποι κ., με τελείως διαφορετική σύνθεση, όπως η κ. καζεΐνης, η οποία παρασκευάζεται από τη συμπύκνωση του γάλακτος, η αμυλόκολλα, η κ. από ελαστικό κλπ. Τέλος, ως συνθετικές κ. χρησιμοποιούνται σήμερα διάφορα αυτοπολυμεριζόμενα προϊόντα του τύπου εποξειδικών ρητινών ή πολυμερών του χλωριούχου βινυλίου, με πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις φυσικές κ. Βλ. λ. ζελατίνη· ιχθυόκολλα.
* * *(I)η (AM κόλλα)κάθε γλοιώδης ουσία που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσειςνεοελλ.1. άμυλο ή άλλη ύλη που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα ρούχων2. ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει το κρασί διαυγές3. φρ. «κόλλα λουξ»(τροφ. τεχνολ.) ονομασία ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση τού κρασιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κολ-yă. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kol(e)i- «κόλλα», εμφανίζει επίθημα -yα και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. klejĭ, ρωσ. klej «κόλλα» και μσν. κάτω γερμ. helen «κολλώ». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, πρβλ. ιταλ. colla, γαλλ. colle. Συνώνυμη είναι η λ. γλοιός*.ΠΑΡ. κολλώ, κολλώδηςαρχ.κολλήειςμσν.κολλίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κολλεψός, κολλομελώ, κολλοπώληςνεοελλ.κολλογόνος. (Β' συνθετικό) ιχθυόκολλα, λιθόκολλα, ξυλόκολλα, χρυσόκολλααρχ.ξηρόκολλα, σαρκόκολλα, ταυρόκολλανεοελλ.αλευρόκολλα, αμυγδαλόκολλα, αμυλόκολλα, αργιλόκολλα, γυψόκολλα, δενδρόκολλα, δερματόκολλα, οστεόκολλα, φυτόκολλα, χονδρόκολλα, ψαρόκολλα. Με τη μορφή -κόλλος, -κολλον: πρωτόκολλο(ν)αρχ.άκολλος, αμφίκολλος, αρτίκολλος, γυιόκολλος, έγκολλος, εύκολλος, εχέκολλος, ιχθυόκολλον, κατάκολλος, λιθόκολλος, παράκολλος, πρόσκολλος, σύγκολλος, ταυρόκολλον, χρυσόκολλος].————————(II)η (Μ κόλλα)ακέραιο φύλλο χαρτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colla].
Dictionary of Greek. 2013.